ποταμοφυλακία

ποταμοφυλακία
ποτᾰμο-φῠλᾰκία, ,
A office of river-guard, CIL2.1970 (in Lat. form), prob. in PAmh.2.32.13 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποταμοφυλακία — ἡ, Α η υπηρεσία τής φύλαξης, φρούρησης τού ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φυλακία (< φύλαξ < φύλαξ, ακος), πρβλ. υδρο φυλακία] …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”